καθισιά — η το χρονικό διάστημα που χρειάζεται κανένας να φάει ή να πιει: Αυτός τρώει ένα κιλό ψωμί στην καθισιά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαθισιά — και σία, η 1. συνεχής ορθοστασία 2. συνεχής κίνηση, απασχόληση 3. φιλοπονία, φιλεργία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ορθή γραφή είναι ακαθισιά, με ι (όχι ακαθησιά), όπως φαίνεται από την ετυμολογική προέλευση τής λέξης από α στερητ. + καθισιά < ἐκάθισα, αόριστος … Dictionary of Greek
καθησιά — η βλ. καθισιά … Dictionary of Greek
καταφέρνω — 1. φέρω κάτι εις πέρας, κατορθώνω, επιτυγχάνω («δεν τά καταφέρνει στο μαγείρεμα») 2. πείθω, κάνω κάποιον να πεισθεί («τόν κατάφερε να τού γράψει την περιουσία» 3. καταβάλλω, υπερισχύω, ξεπερνώ, υπερνικώ κάποιον («ο μικρός καταφέρνει τον μεγάλο… … Dictionary of Greek
κατσιά — Είδος έμμετρης ποιητικής και μουσικής σύνθεσης. Το ποιητικό είδος της κ. εμφανίστηκε πρώτη φορά στη Γαλλία τον 13ο αι., αλλά άνθησε ιδιαίτερα στην Ιταλία στα τέλη του 14ου και κατά τον 15o αι. με τα έργα των Τοσκανών ποιητών, ανάμεσα στους… … Dictionary of Greek
καρβέλι — το (λ. ιταλ. ή σλαβ.) 1. άρτος, ψωμί: Τρώει ένα καρβέλι στην καθισιά του. 2. τα απαραίτητα τρόφιμα για συντήρηση: Μόλις βγάζω το καρβέλι. 3. η φράση «λίγα είναι τα καρβέλια του», σημαίνει ότι δεν πρόκειται να ζήσει πολύ ακόμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)